- μεριδαρχικά
- μερῐδαρχ-ικά, τά, a tax, perh. for his maintenance, Sammelb.7166.8 (iii A.D.), PStrassb.58.8 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεριδαρχικά — μεριδαρχικά, τὰ (Α) [μεριδάρχης] φόρος που καταβαλλόταν από τον μεριδάρχη για το αξίωμά του ή ίσως από τους πολίτες για τη συντήρηση τού μεριδάρχη … Dictionary of Greek